- συλλέκτης
- ο , συλλέκτρία η1) сборщи|к, -ца; собиратель, -ница; коллекционер; 2) тех коллектор;
ηλεκτρικός συλλέκτης — коллектор (генератора)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρικός συλλέκτης — коллектор (генератора)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — ο θηλ. συλλέκτρια 1. αυτός που συναθροίζει, συγκεντρώνει ορισμένα πράγματα: Είναι συλλέκτης έργων τέχνης. 2. συσκευή όπου συλλέγεται κάτι. 3. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή ορισμένων πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδοσυλλέκτης — κερδοσυλλέκτης, ὁ (Μ) αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + συλλέκτης (< συλλέκτης), πρβλ. νομισματο συλλέκτης, ρακο συλλέκτης] … Dictionary of Greek
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek
νομισματοσυλλέκτης — ο, θηλ. νομισματοσυλλέκτρια συλλέκτης παλαιών νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + συλλέκτης] … Dictionary of Greek
τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… … Dictionary of Greek
φαρμακοσυλλέκτης — ο, Ν συλλέκτης φαρμακευτικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + συλλέκτης] … Dictionary of Greek
ψηγματοσυλλέκτης — ο, Ν 1. συλλέκτης ψηγμάτων 2. όργανο με το οποίο συγκεντρώνονται ψήγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήγμα, ατος + συλλέκτης] … Dictionary of Greek
ηλιακό αυτοκίνητο — Αυτοκίνητο, που για την κίνησή του χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας ο Ήλιος. Αν και η σχεδίαση των αυτοκινήτων αυτών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, τα σχήματά τους είναι δυνατόν να χωριστούν στις εξής τέσσερις κατηγορίες: α) Ενιαίο αμάξωμα και… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Σλόουν, Χανς — (Sloane). Άγγλος γιατρός και συλλέκτης (Κιλυλήφ, Ιρλανδία 1660 Τσέλση, Αγγλία 1753). Ως φυσιοδίφης δημοσίευσε ανάμεσα στα 1707 1725 μία έκθεση σχετική με ταξίδι του στις Αντίλλες. Στο Τσέλση πραγματοποίησε τη συλλογή μιας πλουσιότατης βιβλιοθήκης … Dictionary of Greek